-
1 περιποιητικός
A able to procure, productive, c. gen.,πνευμάτων Mnesith.Ath.
ap. Ath.8.357f;ζημίας καὶ ὠφελείας Ph.1.463
;εὐχροίας Dsc. 2.104
;πειθοῦς S.E.M.2.9
, etc.; expld. by διοικητής, Hsch. Adv. [suff] περιποι-κῶς Sch.Ar.Pl. 717.4 Astrol., wealth-bringing,τόπος Nech.
ap. Vett. Val.291.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιποιητικός
См. также в других словарях:
περιποιητικός — ή και ιά, ό / περιποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν προστασία μσν. αρχ. αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα… … Dictionary of Greek
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek